Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Πάρ΄την Κική!( Η Αόρατη Απειλή)

Πρωταγωνιστές: Θ.Π, Λ.Μ, Α.Σ, Γ. Α και η αφεντιά μου.
Ημερομηνία: 15 Αυγούστου 2009 προς ξημερώματα 16ης.
Που: Στο σπίτι του Θ.Π κάπου στην Θεσσαλονίκη.


Είναι 5 η ώρα το πρωί και ξαφνικά το τηλέφωνο χτυπάει. Ακούγεται μια φωνούλα λίγο ταραγμένη λίγο απορημένη «Είναι μια κοπέλα στα σκαλιά μου!», «Εεεεεεεεε;».
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ξημερώνει 15 Αυγούστου στην άδεια Θεσσαλονίκη. Η ζέστη αποπνικτική, όλοι σε διακοπές ή στα χωριά τους και έχουμε μείνει οι γνωστοί πέντε να μετράμε τα πλακάκια του πεζοδρομίου και αναρωτιόμαστε τι μπορούμε να κάνουμε. Μάλιστα η ανάγκη να κάνουμε κάτι πραγματικά όμορφο είναι πιο επιτακτική αφού ο Θ.Π τρεις μέρες μετά παρουσιάζεται στο στρατό. Μετά από διαβουλεύσεις επί διαβουλεύσεων καταλήγουμε να πάμε στα μπουζούκια αφού έχουμε πολύ καιρό να πάμε. Με πιάνει λοιπόν το μανιάτικο, αν και γενικά δε συνηθίζω να επιμένω και αποφασίζουμε να πάμε Μακρόπουλο.



Κούτσου κούτσου φτάνουμε στο άδειο μαγαζί και πάμε να βρούμε ένα μέρος να σταθούμε. Πρεμιέρα γαρ, μεγάλη γιορτή όλα προφανώς είναι καπαρωμένα και εν τέλει στεκόμαστε στον δεύτερο όροφο στο άδειο μπαρ. Οι μισοί πάνω στο μπαρ στρογγυλοκαθισμένοι οι άλλοι μισοί όρθιοι.

Κάτω στην πίστα μια κοπελιά ντυμένη σαν την Πετρούλα δολοφονεί ένα άσμα. Μετά δολοφονεί ένα δεύτερο, μετά ένα τρίτο αλλά εμείς δε νοιαζόμαστε γιατί μιλάμε γελάμε και βγαίνουμε φωτογραφίες. Μετά βγαίνει μια δεύτερη Πετρούλα, μια τρίτη μετά όλες μαζί σε χαρούμενα τρίο και ενώ είμαστε έτοιμοι να κοιμηθούμε γαλήνια βγαίνει ένας τύπος(μάλλον από το συγκρότημα Φανέλα Ριγέ που γενικά πολύ αγαπάμε) και αρχίζει να δολοφονεί διάφορα τραγούδια ροκ ελληνικά και ξένα(το δικό τους btw πολύ καλά το είπε). Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μας. Κάποια στιγμή εδέησε και εμφανίστηκε ο Μακρόπουλος, εγώ να χαζοχαίρομαι και να τραγουδάω με την αγγελική μου φωνούλα όλα τα τραγούδια και γενικώς ήμασταν μια ωραία ατμόσφαιρα.

Η ώρα περνάει χαρούμενα και ξαφνικά συνειδητοποιούμε ότι σε απόσταση ούτε πέντε μέτρων έχουμε τρία τραπέζια γεμάτα 17χρονα που φωνάζουν γελάνε πετάνε φιστίκια ο ένας στον άλλον και γενικά διασκεδάζουν. Αυτό δε μας πειράζει και εμείς υπήρξαμε 17 χρονών αλλά και τώρα που γεράσαμε δε μας λες και σοβαρά άτομα. Τα κορίτσια είναι ντυμένα σαν μπουζουκόβιες στην εθνική Τρικάλων- Λαμίας και τα αγόρια κάνουν ότι μπορούν για να τραβήξουν την προσοχή όχι μόνο των κορασίδων αλλά και όλου του υπόλοιπου μαγαζιού. Ένα συγκεκριμένος θεούλης κάνει νοήματα σε κάθε τραγουδιάρα ενώ το ποτήρι έχει γίνει προέκταση του χεριού του. Όταν δεν πίνει όλο τον Βόσπορο κάνει προπόσεις στις τραγουδιάρες και χαίρεται ότι όλες ανταποκρίνονται. Χαριτωμένο κλου, η φιλενάδα του κάθεται απέναντι και είναι έτοιμη να πέσει σε χειμέρια νάρκη. Να μην τα πολυλογώ ούτε μισή ώρα που ο νεαρός δίνει το σόου του καταλήγει στην τουαλέτα να ξερνάει. Ποτέ δε γύρισε και ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες λένε ότι το πνεύμα του στοιχειώνει τις τουαλέτες του μαγαζιού και αποτρέπει 17χρονα να πίνουν το βάρος τους σε βότκα.

Εν τω μεταξύ το πρόγραμμα συνεχίζεται αμείωτο, τα κορίτσια σηκώνονται εναλλάξ πάνω στα τραπέζια και χορεύουν. Κάθε φορά που κάποια πετάει τα παπούτσια και ανεβαίνει όλα τα αγόρια σαν αγέλη μαζεύονται στο δευτερόλεπτο και χτυπανε παλαμάκια. Λησμόνησα να αναφέρω ότι στην παρέα είναι και ένας τύπος 30-40 χρονών σε ρόλο παιδονόμου, διαιτητή και δε ξέρω γω τι άλλο που τους προσέχει. Από δω και πέρα θα τον ονομάζουμε με τον τίτλο που του προσδώσαμε εκείνη την μέρα, ο Τσομπάνης.
Όσο γίνονται όλα αυτά τα γλαφυρά, στην πίστα έχει ανέβει ο Άκης Δείξιμος. Ποιος είναι αυτός δε ξέρω, πρώτη φορά τον έβλεπα και ούτε ξέρω πως κατέληξα να του κάνω νοήματα και να τον χαιρετάω. Το αστείο ήταν ότι και αυτός ανταποκρινόταν. Ή μπορεί να ανταποκρινόταν στον μεθυσμένο Θεούλη. Ας θεωρήσουμε όμως ότι απευθυνόταν σε μένα.

Η νύχτα προχωρά εγώ είμαι έτοιμη να βγάλω πανό «Άκη σε αγαπαααααααααω» και στην πίστα γίνονται τα όργια. Έχει ανέβει κόσμος και λαός αλλά τρις είναι οι περιπτώσεις που μόνο με διαγραφή μνήμης θα ξεχάσω. Η πρωτηκαι λάιτ περίπτωση είναι μια σαραντάρα τύπισσα με μακρύ γαλάζιο φόρεμα που σαν άλλη Βουγιουκλάκη στην Αρχόντισσα και στον Αλήτη έχει πιάσει την μια άκρη και για Κανά μισάωρο στροβιλίζεται. Σοβαρά τώρα, μόνο στροβιλίζεται, τίποτα άλλο.

Η δεύτερη περίπτωση είναι ένα πολύ ερωτευμένο ζευγάρι πενηντάρηδων. Αυτός κοιλαράς ημιφαλακρας τύπος που φωνάζει ότι κατέβηκε από τα βουνά, αυτή ντυμένη με ένα φόρεμα όλο πούλιες αλά Σαπουντζάκη style λες και πάει σε γάμο. Α, ξέχασα αυτή είναι και ξυπόλυτη! Και τώρα όλοι μαζί αστικοποιούμε: Ο ξυπόλυτος Μπαρίσνικοφ και ο Γελαδάρης της χοροπηδάνε χαρούμενα όλο το βράδυ, αγκαλιάζονται φιλιούνται και και και και ενίοτε αυτός την πιάνει από την μεσούλα. Αυτή σαν αιλουροειδές σπάει την μεσούλα και του κάνει τσαχπινιές. Μεγαλεία όχι αστεία.

Η τρίτη περιπτωσάρα που σκότωσε για πολλοστή φορά την πίστη μου στην ανθρωπότητα είναι ένας εξηντάρης με κατα τόπους γκριζαρισμένα μαλλιά, ριγέ πουκάμισο, χρυσή καδένα στο λαιμό, γυαλί ηλίου και πούρο. Για αρκετή ώρα χορεύει με ένα εικοσάχρονο ξανθό κομψό κορίτσι και εγώ προσπαθώ να πείσω την ομήγυρη ότι είναι κόρη του. Άντε βαριά βαριά ανιψούλα. Σκατούλες μπλε έλεγα. Όταν αρχίζει το χοντρό μπαλαμούτιασμα, η αθωοτητα μου δέχτηκε άλλο ένα χτύπημα και από τότε πετάγομαι στον ύπνο μου όποτε το οπτικοποιώ στα όνειρα μου.

Να μην τα πολυλογώ με αυτά και με αυτά έφτασε 4 η ώρα το πρωί, δεν αντέχαμε άλλο το απαράδεκτο πρόγραμμα και πόσα κουράγια να χουμε με όλο αυτό το τσίρκο που εκτυλισσόταν μπροστά μας και σιγά σιγά πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Αφήνουμε πρώτα τον Θ.Π σπίτι του και μετά πάμε να αφήσουμε τον Γ.Α. Έχουμε παρκάρει, καληνυχτιζόμαστε και τότε χτυπά το τηλέφωνο. Είναι ο Θ.Π : « Είναι μια κοπέλα στα σκαλιά μου!», « Εεεεεεεεεεεε;». Μέχρι να πάρω μπρος τι γίνεται, παρκάρουμε καλύτερα, κλείνουμε το ραδιόφωνο, βάζουμε ανοιχτή ακρόαση και ακολουθεί ο εξής διάλογος:
- « Είναι μια γυμνή κοπέλα ξαπλωμένη στα σκαλοπάτια με κλειστά μάτια»
- « Ποια είναι; Την ξέρεις την μίλησες;»
- « δε ξέρω ποια είναι δε μιλάει . Την προσπέρασα ανέβηκα πάνω και σας πήρα τηλέφωνο».
- «κατέβα να δεις τι έπαθε, πάρε τηλέφωνο την αστυνομία κάνε κάτι».
Αυτή η συζήτηση κράτησε Κανά πεντάλεπτο και τελικά βάλαμε μπρος και φτάσαμε έξω από την πολυκατοικία του Θ.Π.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να κάνω μια μικρή παρένθεση και να πω ότι στις 11 που πήγα να πάω τον Θ.Π συνάντησα κάτω μια οικογένεια Κυπρίων που έκαναν μετακόμιση στον πρώτο όροφο. Το ασανσέρ είχε γενικά τα ψυχολογικά του, κουβάλησαν και αυτοί την Άρτα με τα Γιάννενα και κάπου στις 3 το πρωί πήραν τηλ τον φίλο μου (και διαχειριστής της πολυκατοικίας) να του πουν ότι κάποιοι κλείστηκαν μέσα. Γιαυτο όταν γυρίσαμε, ο Θ.Π αναγκάστηκε να ανέβει με τα σκαλιά.
Φτάνουμε στην πολυκατοικία, έχει φτάσει σχεδόν 5 παρά η ώρα και αντικρίζουμε ένα κουδούνι σπασμένο, ένα κόκκινο σημάδι στο διπλανό κουδούνι, νερά πεταμένα στην είσοδο αλλά και μέσα. Δεύτερη μικρή παρένθεση: εκείνες τις μέρες κάποιος καταγρατζουνούσε την ολοκαίνουρια εξώπορτα, οδηγώντας τον φίλο μου στην παράνοια..

Και ανοίγουμε την πόρτα..
To be continued..

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Prwta htan o Akis kai meta vgike o Makropoulos..aaaa kai ksexases na peis gia to aytografo..